ὑποβιβασμοῦ

ὑποβιβασμοῦ
ὑποβιβασμός
a carrying off downwards
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονιμότητα — η (Α μονιμότης) [μόνιμος] η ιδιότητα τού μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια νεοελλ. το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και τη συναφή νομοθεσία εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων,… …   Dictionary of Greek

  • Ντιρκέμ, Εμίλ — (Emile Durkheim, Επινάλ 1858 – Παρίσι 1917). Γάλλος κοινωνιολόγος. Υπήρξε ο ιδρυτής της επιθεώρησης L’ Annee sociologique (1896) και δίδαξε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στη Σορβόνη. Το έργο του, μαζί με το έργο του Μαξ Βέμπερ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”